ἐπετείου

ἐπετείου
ἐπέτειος
annual
masc/neut gen sg
ἐπέτειος
annual
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …   Dictionary of Greek

  • προπαραμονή — η, Ν η πριν από την παραμονή μιας γιορτής ή επετείου ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παραμονή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενέσια — τὰ, Α ο εορτασμός τής πρώτης επετείου τών γενεθλίων κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γενέσια (< γενέσιος)] …   Dictionary of Greek

  • ρέκβιεμ — (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”